επιμήκυνση

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

η επιμηκύνω
1. αύξηση του μήκους
2. η ιδιότητα τών μετάλλων και τών κραμάτων τους να επιμηκύνονται όταν ασκηθεί έλξη.