επιπρόσθετος

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που προστίθεται επί πλέον ή κατόπιν («επιπρόσθετες ώρες δουλειάς»).
επίρρ...
επιπροσθέτως και -α
επί πλέον, εκτός τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπροσθέτω. Η λ. μαρτυρείται στον Π. Βράιλα Αρμένη].