εχθροπάθεια

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

η
εχθρικό πάθος, εχθρική διάθεση εναντίον κάποιου, ισχυρή ή έμμονη έχθρα, μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -παθεια (< -παθής < αόρ. έ-παθ-ον του πάσχω). Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι].