εύπολις

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

εὔπολις, -όλιδος, ὁ, ἡ (Α) πόλις
(για χώρα) αυτός που έχει πολλές και ωραίες πόλεις.