εἱλικτός

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱλικτός Medium diacritics: εἱλικτός Low diacritics: ειλικτός Capitals: ΕΙΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: heiliktós Transliteration B: heiliktos Transliteration C: eiliktos Beta Code: ei(likto/s

English (LSJ)

εἱλικτή, εἱλικτόν, (εἱλίσσω) poet. and Ion. for ἑλικτός, f.l. E.Ion40; of flames, enveloping, Ps.-Democr.Alch.p.50 B.

German (Pape)

[Seite 729] ion. = ἑλικτός.

Russian (Dvoretsky)

εἱλικτός: Eur. = ἑλικτός.

Greek (Liddell-Scott)

εἱλικτός: -ή, -όν, (εἱλίσσω) ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἑλικτός, ἐσφαλμ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 40.

Greek Monolingual

εἱλικτός, -ή, -όν (Α)
βλ. ελικτός.