εὐίατος
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
Ion. εὐίητος, ον, (ἰάομαι) easy to heal or remedy, Arist.EN 1121a20, Thphr. HP 5.4.5, Porph.Abst.1.56, freq. in Comp., Hp.Art. 14, X.Eq.4.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1072] wohl zu heilen, Xen. re equ. 4, 2; Luc. Abdic. 27 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
εὐίᾱτος: (ῑ) легко излечимый (νοσήματα Xen., Luc.; перен. ἡ ἄγνοιά τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐίᾱτος: -ον, (ἰάομαι) εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐίατος, -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι].
Greek Monotonic
εὐίᾱτος: -ον (ἰάομαι), αυτός που γιατρεύεται εύκολα, σε Ξεν.