εὐρύνοος
From LSJ
Full diacritics: εὐρῠ́νοος | Medium diacritics: εὐρύνοος | Low diacritics: ευρύνοος | Capitals: ΕΥΡΥΝΟΟΣ |
Transliteration A: eurýnoos | Transliteration B: eurynoos | Transliteration C: evrynoos | Beta Code: eu)ru/noos |
εὐρύνοον, broad-minded, ῥήτρη Diosc. in PLit.Lond.98 ii 1.
εὐρύνοος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νοος (< νο-ος, νους), πρβλ. αγχίνοος, εύνοος].