εὔκλωνος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκλωνος Medium diacritics: εὔκλωνος Low diacritics: εύκλωνος Capitals: ΕΥΚΛΩΝΟΣ
Transliteration A: eúklōnos Transliteration B: euklōnos Transliteration C: eyklonos Beta Code: eu)/klwnos

English (LSJ)

εὔκλωνον, with fine twigs, πενταπέτηλον Androm. ap. Gal.14.40.

German (Pape)

[Seite 1075] mit schönen Zweigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκλωνος: -ον, ὁ καλοὺς τοὺς κλῶνας ἔχων, Γαλην. τ. 13. σ. 877.

Greek Monolingual

εὔκλωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους κλώνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλωνος (< κλων «κλαδί»), πρβλ. μονόκλωνος, πολύκλωνος].