ζήτω

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

(AM ζήτω)
ας ζήσει, ας ζήσουν
νεοελλ.
(επιφώνημα επιδοκιμασίας)
1. εύγε, μπράβο
2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» — θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό
β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» — είναι ανάξιος λόγου
3. ως ουσ. το ζήτω
η ζητωκραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζή-τω, επιφωνηματική χρήση προστ. ενεστ. γ' προσ. του ζω].

Russian (Dvoretsky)

ζήτω: = ζάτω.