ζηλωτέος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
α, ον,
A to be emulated, D.L.5.74.
II ζηλωτέον one must emulate or copy, Plb.4.27.8, Plu.2.12a; νέοις ζ. τοὺς γέροντας Id.Fr.inc.2.
2 one must strive after, πραότητι Ath. Med. ap. Orib.inc.21.18.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ἄξιος ζήλου, Διογ. Λ. 5. 74. ΙΙ. ζηλωτέον, χρὴ ζηλοῦν, Πολύβ. 4. 27, 8· νέοις ζ. τοὺς γέροντας Πλούτ. παρὰ Στοβ. 586. 1.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ζηλόω.