η

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

(AM ἡ)
θηλ. του άρθρ. ὁ, (, το)
αρχ.
στον Όμ. και με αντωνυμική σημασία, αντί αὕτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ο].
(VII)
ἥ (Α)
θηλ. της αναφ. αντων. ὅς (, ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ος].