Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(AM ἡ)
θηλ. του άρθρ. ὁ, (ἡ, το)
αρχ.
στον Όμ. και με αντωνυμική σημασία, αντί αὕτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ο].
(VII)
ἥ (Α)
θηλ. της αναφ. αντων. ὅς (ἥ, ὅ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ος].