ηθογραφώ
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
(AM ἠθογραφῶ, -έω) ηθογράφος
ασχολούμαι με την ηθογραφία, περιγράφω, απεικονίζω με τον γραπτό λόγο ήθη, χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων
αρχ.
απεικονίζω σε ζωγραφικό πίνακα το ήθος, τον χαρακτήρα ή την έκφραση κάποιου.