ηλοπάτημα

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

το
τραυματισμός του πέλματος οπληφόρου ζώου με αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πάτημα (< πατώ)].