ημέρευση

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

η (Α ἡμέρευσις) [[[ημερεύω]] (ΙΙ)]
νεοελλ.
η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση
αρχ.
η διημέρευση.