θαλασσόχρους
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
-ουν (Μ θαλασσόχρους, -ουν και -οος, -οον)
ο θαλασσόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελάγχρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος].