θηλύγλωσσος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
θηλύγλωσσον, with woman's tongue, Νοσσίς AP9.26.7 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 1207] Νόσσις, die Sängerinn, Antp. Th. 23 (XI, 26).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix de femme, à la voix douce.
Étymologie: θῆλυς, γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
θηλύγλωσσος: с женственной речью, нежноголосый (sc. γυνή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θηλύγλωσσος: -ον, ἔχων γυναικείαν γλῶσσαν, ὁμιλῶν τρυφερὰ ὡς γυνή, Ἀνθ. Π. 9. 26.
Greek Monolingual
θηλύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος, πολύγλωσσος].
Greek Monotonic
θηλύγλωσσος: -ον, αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, σε Ανθ. Π.