θυρσοειδής

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοειδής Medium diacritics: θυρσοειδής Low diacritics: θυρσοειδής Capitals: ΘΥΡΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thyrsoeidḗs Transliteration B: thyrsoeidēs Transliteration C: thyrsoeidis Beta Code: qursoeidh/s

English (LSJ)

θυρσοειδές, thyrsus-like, Dsc.3.17.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, thyrsusartig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοειδής: -ές, ὅμοιος θύρσῳ, Διοσκ. 3. 19.

Greek Monolingual

θυρσοειδής, -ές (Α)
όμοιος με θύρσο, αυτός που έχει σχήμα ή μορφή θύρσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -ειδής (< είδος)].