ιδεάζω

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

1. ειδοποιώ, κάνω γνωστό
2. βάζω κάποιον σε σκέψη, σε υπόνοια για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + κατάλ. -άζω (πρβλ. ακμάζω, δικάζω)].