καθαγιασμός
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek (Liddell-Scott)
καθᾰγιασμός: ὁ, καθιέρωσις· - ἐπικήδειοι τελεταί, Λατ. parentalia, Λουκ. περὶ Πένθους 19.
Greek Monolingual
ο
1. καθαγίαση («καθαγιασμός τών υδάτων»)
2. φρ. «καθαγιασμός δώρων» — η μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα του Κυρίου, που τελείται κατά το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Χρυσαλλίς].