κακοθερής

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθερής Medium diacritics: κακοθερής Low diacritics: κακοθερής Capitals: ΚΑΚΟΘΕΡΗΣ
Transliteration A: kakotherḗs Transliteration B: kakotherēs Transliteration C: kakotheris Beta Code: kakoqerh/s

English (LSJ)

κακοθερές, unfitted to endure summer heat, φύσεις Sor.1.41.

Greek (Liddell-Scott)

κακοθερής: -ές, = κακοθέρειος, κακοθερεῖς φύσεις Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.

Greek Monolingual

κακοθερής, -ές (Α)
1. κακοθέρειος
2. ιατρ. ανίκανος ή ακατάλληλος να υπομείνει τη θερμότητα του θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῖς φύσεις», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θερής (< θέρος), πρβλ. πολυθερής].