καπέλο

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

το
1. κάλυμμα του κεφαλιού, πίλος
2. αύξηση της τιμής προϊόντος πέρα από το νόμιμο για κερδοσκοπία
3. φρ. «του βγάζω το καπέλο» — τον αναγνωρίζω ως καλύτερο, τον σέβομαι και τον εκτιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capello].