καρχήσιος

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρχήσιος Medium diacritics: καρχήσιος Low diacritics: καρχήσιος Capitals: ΚΑΡΧΗΣΙΟΣ
Transliteration A: karchḗsios Transliteration B: karchēsios Transliteration C: karchisios Beta Code: karxh/sios

English (LSJ)

ὁ, in plural,
A halyards of a ship, Gal.19.109.
2 cords used in surgical operations, Id.18(1).351, 522.

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, ein Tau zum Aufziehen der Segel, Galen. erkl. καρχήσιοι οἱ ἐπὶ τοῦ καρχησίου τεταμένοι κάλοι; danach eine Art Bandagen der Aerzte.

Greek (Liddell-Scott)

καρχήσιος: ὁ, ἐν τῷ πληθ., «καρχήσιον, τῷ ἐπ’ ἄκρῳ τῷ ἱστίῳ τῷ ἔχοντι τροχηλίαν. καὶ καρχήσιοι ἐπ’ αὐτοῦ κάλοι οἱ τεταμένοι» Γαλην. Λεξικ. Ἱππ. σ. 492. 2) χειρουργικοὶ ἐπίδεσμοι, ὁ αὐτ. τ. 12, σελ. 304, 377.

Greek Monolingual

καρχήσιος, ὁ (Α) καρχήσιον
1. το σχοινί που χρησίμευε για αναπέταση τών ιστίων τών ιστιοφόρων
2. είδος χειρουργικού επιδέσμου.