κατάκολλος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
κατάκολλον, mixed with glue, μέλαν Aen.Tact.31.10.
German (Pape)
[Seite 1355] mit Leim vermischt, μέλαν Aen. Poliorcet. 31.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκολλος: -ον, μεμιγμένος μὲ κόλλαν, μέλαν Αἰν. Τακτ. 31.
Greek Monolingual
κατάκολλος, -ον (Α)
ο αναμεμιγμένος με κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. έγ-κολλος, παρά-κολλος].