κατοικάς

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικάς Medium diacritics: κατοικάς Low diacritics: κατοικάς Capitals: ΚΑΤΟΙΚΑΣ
Transliteration A: katoikás Transliteration B: katoikas Transliteration C: katoikas Beta Code: katoika/s

English (LSJ)

κατοικάδος, ἡ, poet. fem. of κατοικίδιος, στρουθός Nic.Al. 60, 535.

German (Pape)

[Seite 1402] άδος, ἡ, = κατοικίς, ὄρνις Nic. Al. 60, στρουθός 535.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικάς: -άδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατοικίς, θηλυκ. τοῦ κατοικίδιος, στρουθός, ὄρνις Νικ. Ἀλ. 60, 535.

Greek Monolingual

κατοικάς, ἡ (Α)
ποιητ. τ. θηλ. του κατοικίδιος.