κηροδοσία

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

Greek (Liddell-Scott)

κηροδοσία: ἡ, φόρος κηροῦ, Συμεὼν Θεσσαλ. περὶ Τελετ. καὶ Μυστηρ. κ. 10 καὶ 11, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία)
η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή
νεοελλ.
η συνολική ή η ετήσια ποσότητα του κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες
μσν.
φόρος κεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δοσία (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. ασυδοσία, εργοδοσία].