κηρομαστίχα

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

και κηρομαστίχη, η (Μ κηρομαστίχη και κηρομάστιχος)
μίγμα κεριού και μαστίχας το οποίο χρησιμοποιούνταν ως συγκολλητική ουσία.