κισηρώδης

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐσηρώδης Medium diacritics: κισηρώδης Low diacritics: κισηρώδης Capitals: ΚΙΣΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: kisērṓdēs Transliteration B: kisērōdēs Transliteration C: kisirodis Beta Code: kishrw/dhs

English (LSJ)

κισηρῶδες, = κισηροειδής, Ephor.65(e) J., Dsc.5.74.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
mieux que κισσηρώδης;
c. κισηροειδής.

Greek (Liddell-Scott)

κισηρώδης: -ες, = κισηροειδής, Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D.

Greek Monolingual

κισηρώδης, -ῶδες (AM) κίσηρις
κισηροειδής.