κλειδοφορία
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ἡ, v. sub κλειδοφορέω.
Greek Monolingual
κλειδοφορία, ἡ (Α) κλειδοφορώ
το να είναι κάποιος κλειδοφόρος, το αξίωμα του κλειδοφόρου.