κλυδωνικός

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

κλυδωνικός, -ή, -όν (Μ) κλύδων
1. αυτός που κλυδωνίζεται
2. κυματώδης.