κοιλάρφανος

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ορφάνεψε από πατέρα πριν γεννηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιά + ορφανός αντί κοιλιάρφανος].