κολόκυνθα

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
citrouille plante et fruit.
Étymologie: cf. κολοκύνθη.

German (Pape)

Sp. = κολοκύνθη.

Russian (Dvoretsky)

κολόκυνθα: ἡ = κολοκύνθη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολόκυνθα -ης, ἡ, ook κολοκύνθη; Att. ook κολόκυντα -ης, later κολοκύντη -ης; ook ὁ κολόκυνθος en κολόκυντος, pompoen.