κομήεις

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομήεις Medium diacritics: κομήεις Low diacritics: κομήεις Capitals: ΚΟΜΗΕΙΣ
Transliteration A: komḗeis Transliteration B: komēeis Transliteration C: komieis Beta Code: komh/eis

English (LSJ)

κομήεσσα, κομήεν, leafy, Orph.Fr.258.

Greek Monolingual

κομήεις, -εσσα, -εν (Α)
πολύφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη με σημ. «φύλλωμα δένδρου» + επίθημα -ήεις (πρβλ. ανθήεις, κολλήεις)].