καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
κορυμβῶ, -όω (Μ) κόρυμβος
1. κάνω κάτι κόρυμβο
2. παθ. κορυμβοῦμαι, -όομαι
(για τα μαλλιά) σχηματίζομαι σε κόρυμβο, σε κότσο.