κορωνίης
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
Att. κορωνίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) arching the neck, ἵππος ὣς κ. Semon.18 (κορωνίτης codd. EM).
Greek (Liddell-Scott)
κορωνίης: Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) κυρτῶν τὸν τράχηλον, ἵππος ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.
Greek Monolingual
κορωνίης, αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) κορώνη
αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο.