κουβούκλιον

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143

Greek (Liddell-Scott)

κουβούκλιον: ἢ ὀρθότερ. κουβικούλιον, Λατ. cubiculum, κοιτών, θάλαμος, συνήθως ὁ κοιτὼν τοῦ βασιλέως, Χρον. Πασχ. 578, 4, κλ. 2) κιβώτιον, Χρον. Πασχ. 69, 15, ἴδε Δουκάγγ.