κούρδισμα

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

Greek Monolingual

και κούρντισμα και χόρδισμα, το κουρδίζω
1. η ένταση, το τέντωμα τών χορδών μουσικού οργάνου
2. η συσπείρωση του ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής με τη συστροφή ειδικού εξαρτήματος
3. πείραμα.