κρηνικός

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

-ή, -ό κρήνη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρήνη.