κρυσταλλοφανής
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
κρυσταλλοφανές, of the look or transparency of crystal: κρυσταλλοφανῆ, τά, glass ware, Str.16.2.25.
German (Pape)
[Seite 1516] ές, von dem Scheine, der Durchsichtigkeit des Krystalls, Strab. XVI, 758.
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλοφᾰνής: -ές, φαινόμενος ἢ διαφανὴς ὡς κρύσταλλος· ― κρυσταλλοφανῆ, τά, σκεύη ὑάλινα, Στράβ. 758.
Greek Monolingual
-ές (Α κρυσταλλοφανής, -ές)
αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το κρύσταλλο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυσταλλοφανῆ
κρυστάλλινα ποτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, παθ. αόρ. του φαίνω), πρβλ. αληθοφανής, σοβαροφανής].