κυνδαλοπαίκτης

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυνδαλοπαίκτης Medium diacritics: κυνδαλοπαίκτης Low diacritics: κυνδαλοπαίκτης Capitals: ΚΥΝΔΑΛΟΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: kyndalopaíktēs Transliteration B: kyndalopaiktēs Transliteration C: kyndalopaiktis Beta Code: kundalopai/kths

English (LSJ)

v. κυνδαλισμός.

Greek Monolingual

κυνδαλοπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει κυνδαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνδάλη + παίκτης.

German (Pape)

ὁ, der κυνδαλισμός spielt, Poll. a.a.O., Hesych.