κόχη

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source

Greek Monolingual

η
1. κόγχη
2. γωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -γχ- σε -χ-].