Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(AM λειοποιῶ, -έω)κάνω κάτι λείο, λειαίνωμσν.-αρχ.κοπανίζω κάτι και το μεταβάλλω σε σκόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + ποιῶ].