λειοποιώ

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

(AM λειοποιῶ, -έω)
κάνω κάτι λείο, λειαίνω
μσν.-αρχ.
κοπανίζω κάτι και το μεταβάλλω σε σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + ποιῶ].