λιθιώ

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)
πάσχω από λιθίαση
αρχ.
πάσχω από αρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -ιάω, -ιώ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. κορυζιώ, μυρμηκιώ)].