ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
(Μ λιθοδομῶ, -έω) λιθοδόμοςοικοδομώ με λίθους, κατασκευάζω τοίχο με πέτρες.