λιθοδομώ

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

(Μ λιθοδομῶ, -έω) λιθοδόμος
οικοδομώ με λίθους, κατασκευάζω τοίχο με πέτρες.