λιθοκονία
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Greek Monolingual
η
μίγμα τσιμέντου, άμμου και σκύρων το οποίο χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία, το σκυρόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + κονία (< κόνις). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].