λουστράρω

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

κάνω κάτι στιλπνό επαλείφοντας το με λούστρο, στιλβώνω, γυαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrare «γυαλίζω, στιλβώνω»].