λυγιά

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

η (Μ λυγέα)
λυγαριά, λυγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυγ-έα < θ. λυγ- του λύγος + κατάλ. -έα με συνίζηση -ιά (πρβλ. ελέα > ελιά, ιτέα > ιτιά)].