λυσσάγρα

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

λυσσάγρα, ἡ (Μ)
παράφορο πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. άγρα (πρβλ. λωλάγρα)].