μεταγωγικῶς

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek (Liddell-Scott)

μεταγωγικῶς: κατὰ μεταγωγήν, Κοσμ. Ἱεροσ. σ. 350, ἔκδ. Mi.