ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
μολυβδοβόλον, τὸ (Μ)πυροβόλο όπλο, τουφέκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -βόλον (< βάλλω), πρβλ. λαγωβόλον].