ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
μολυβός, -ή, -όν (Μ)
(για ύφασμα) αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, σκούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβούς, κατά το σχήμα απλούς: απλός].